την Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου 2010 στις 11:22 π.μ.
Φωτισμένα παράθυρα οι μορφές, σε δυο διασταυρούμενες αμαξοστοιχίες που τρέχουν στη νύχτα.
Σταματά ο χρόνος, παγώνει η εικόνα, αγγίζεις με τα δάχτυλα το παγωμένο τζάμι..
Αγγίζω τα παγωμένα σου δάχτυλα.
Αγκαλιάζω τη μορφή, τις σκέψεις, την Αγωνία, το μοίρασμα, τη ζεστασιά, τη Χαρά...
Στα παγωμένα χνώτα και τους υδρατμούς του θολού μας τζαμιού που μας ξε χωρίζει...
Λίγο πριν την τρελή κούρσα στο Άγνωστο, ένα χαμόγελο.
Ήθελα να το κλείσω για πάντα εκεί, στην άκρη των ματιών μου,
Χαμογελαστά να βλέπουν τον Κόσμο.
Κι απο κει, σαν τύχει και με δεις ξανά, σ΄άλλο τρεχαλητό, σ΄άλλο ταξίδι, σ΄άλλλη ρότα, νύχτα ή μέρα,
με Φως ή με σιωπή, να με γνωρίσεις.
Κι εγώ θα σε γνωρίσω.
Αρνούμαι, να σε ξεχάσω...
Σε Γυναίκα μίλησα; Σε Άγγελο; Σε Άνθρωπο; Και είχα να μιλήσω πολύ καιρό..
Δεν θυμάμαι πόσο καιρό είχα όμως ν΄αφουγκραστώ.
Με κοίταξε και είπε.
Η υπέρτατη απόλαυση του έρωτα είναι η απουσία οργασμού.
Ο οργασμός είναι ένας μικρός θάνατος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, απλά επιζητούν να εκσπερματώσουν.
Επιζητούν το τέλος από την αρχή. Σαν σ΄Αραβική πεντάτευχο.
Ο Θείος Έρωτας άλλαξε Πλάνήτη.
Αμάσητη τροφή, κονσέρβα, κατ΄ευθείαν στο στομάχι.
Η μαγειρική κι ο Έρωτας είναι ιερές τελετουργίες.
Ενώσεις αδιαίρετες Στοιχείων,Ενεργειών,Αρχών.
Αρσενική και θηλυκή Θεότητα κι Ουσία.
Σεξ; Δεν υπάρχει πείνα, υπάρχει λύσσα, να σε φάνε για να αισθανθούν επιθυμητοί,ρουφώντας σου κάθε ενέργεια.
Δεν σε βλέπουν καν! Δε σου κάνουν έρωτα.Ουσιαστικά κάνουν σεξ με τον εαυτό τους.
Υποκριτικός αυνανισμός με το είδωλό τους.
Δε ρωτούν τι θέλει το δικό σου σώμα.Όλα τα σώματα, το ίδιο είναι, απλά δοχεία.
Σα να κάνουν σκονάκι για διαγώνισμα επιδόσεων.
Ύστερα κύλησε ένα δάκρυ. Μονάχο του.
Ανεστραμμένο κάτοπτρο ο Κόσμος. Κάθε καλό, όμορφο κι ΩΡΑΙΟ, κρέμεται ανάποδα κι από κάτω ασβέστης.
Το ρουφά, το εξαφανίζει, το καίει.
Κι ούτε ίχνος μετά... Λες και δεν περάσαμ΄από δω.
Λες και δεν δάκρυσαν τ΄αδάκρυτα μάτια μας,
λες και δεν ζεστάναμε ποτέ τις ξεπαγιασμένες καρδιές μας.
Μου έπιασες τρυφερά το χέρι, το αισθάνθηκα.
Στεκόμουν ανάμεσα σε εξαγριωμένο πλήθος. Στη βαρβαρότητα.
Διωκόμενοι και διώκτες. Πολύς καπνός,ομίχλη παντού.
Το δικό μας σπίτι πού είναι;
Η δική μας Πατρίδα;
Οι λέξεις. Αθώες όσο ποτέ, μια γίνονται πέτρες, την άλλη πουλιά.
Στη δική μας περίπτωση, έγιναν καράβια.
Ταξιδεύουμ΄απάνω τους όχι σα γλάροι ζήτουλες, θαλασσαετοί του πελάγου.
Κάπου κάπου ξαποσταίνουμε στην αντένα.
Υστερα μου είπες για το όνειρο. Το ανθρώπινο δάκρυ, του δυνατού το δάκρυ.
Δε χρειάστηκε να μιλήσουμε πια. Σου έδειξα τη θάλασσα, το σπιτικό μας.
Μου έδειξες τον Ουρανό, την Πατρίδα μας.
Πίσω στην προκυμαία, όχλος πολύς κι αλλοπαρμένος, σύρθηκε στο πλακόστρωτο, ανήμπορο τ΄ανθρωπολόι.
Οι διώχτες μας. Τον καπνό και την ομίχλη τ΄ αφήσαμε πολλά μίλια πίσω.
Τα σκουπιδάκια, μικρά κι ελάχιστα, καθαρίζουν απ΄τα μελτέμια.
Τα δάκρυα λυτρώνουν τα μάτια, έτσι αλμυρά, να συντηρούν και τα όνειρα.
Κάθε φορά που ένα πούπουλο του φτερού μου σαλεύει, διάπλατες οι ακροφτερούγες σου σκιρτούν στον αγέρα.
Φτερά αητού ή φτερά Αγγέλου; Μοιάζουν.
Σ΄ακολουθώ; Μ΄ακολουθείς. Μια φορά , από το τρένο δραπετεύσαμε.
Που είμαστε; Εκεί που ονειρευτήκαμε. Που πάμε; Εκεί που δεν πήγαμ΄ακόμη.
Μου είπες, κάπου εδώ θα βρω τα παιδιά μου..
Σου λέω, κάπου εδώ θα βρω τις Αγάπες μου.
Τις γεννήσαμε και τις αφήσαμε λεύτερες, μέχρι να ξανάρθουν σε μας.
Μαζί θα τις δούμε. Παιδιά κι Αγάπες.
Οι αετοί, αετούς γεννούν κι όχι σκλάβους.
Κι εμείς; Αφουγκραζόμαστε την αντένα του Κόσμου. Τους ήχους της απόγνωσης.
Δεν είδα καμιά αδυναμία στα μάτια σου. Λάμψη και αστραπές.
Καράβι οι λέξεις, κιβωτός για τους αρχάριους, φτερά και Όνειρο.
Όνειρο κι Ουρανός.
Κάπου κει στο βάθος, θάλασσα κι Ουρανός σμίγουν.
Όπως όλα τ΄απέραντα. Τα μεγάλα, τ΄αληθινά.
Έχουμ΄από ένα σύντροφο στο ταξίδι.
Αέρινο. Με φτερά και ρομφαία Αγγέλου.
Ακόμη κι αν οι λέξεις μας χαθούν
Οι ρομφαίες τα σβήνουν κι όλα τα ξαναγεννούν απ΄την αρχή.
Ακόμη κι αν το καράβι χαθεί αύτανδρο, μας έμειναν τα φτερά μας.
Αετήσια και δικά μας φτερά.
Αν τ΄απλώσουμε, σκεπάστηκε όλη η Πλάση.
Θα βρουν καταφύγιο τα Παιδιά μας.
Θα ξεκουραστούν απάνω τους οι Αγάπες μας.
Όλοι μαζί. Παιδιά, Αγάπες, Όνειρα.... κι εμείς.
Η Πατρίδα περιμένει, μας χαμογελά και μας γνέφει.
Έτσι ως μουχρώνει η μέρα και το κύμα φιλά το σούρουπο.
Χαμογέλασε ο Άγγελος και ξημέρωσε άλλη μέρα.
Στη δική μας Πατρίδα, πριν γεννηθούμε μεις
Ένα γιασεμί κι ένα χαμόγελο οι γονείς μας ήταν.
Ζητήσαμε από μόνοι μας το ταξίδι ετούτο.
Πλάσματα φωτεινά κι αέρινα, σε κάθε μας όνειρο τις νύχτες, οι φωνές, οι παρουσίες.
Ωσεί παρόντες.
Ναι, στη Ζωή μας ήμασταν παρόντες κι ας λείπαμε απ΄τον Κόσμο τις νύχτες του.
Η νύχτα δεν μας αγγίζει πια...
Σαν έπαιξες τα μάτια σου για μια στιγμή να ξαποστάσεις
Λέξεις, καράβια κι αντένες, χάθηκαν μεσ΄το Φως.
Και οι φτερούγες Φως.
Παιδιά κι Αγάπες Φως.
Όλα ενώθηκαν μεσ΄το Φως...
...................................
Φτάσαμε στην Πατρίδα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΤΕΣ
Σε συχνότητα F M